πατούσα — η βλ. πατούνα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πατοῦσα — πατέω eat pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ούσα — κατάλ. θηλυκών ονομάτων τής Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής από μτχ. ρημάτων σε ῶ (πρβλ. βρομ ούσα < βρομώ, γλυκομιλ ουσα < γλυκομιλώ, πατ ούσα < πατώ) κατ επίδραση τής αρχ. επιθ. κατάλ. όεις*, όεσσα (> οῡσα), όεν.Παραδείγματα θηλυκών… … Dictionary of Greek
αλλαξοποδαριάζω — [αλλαξοποδαριά] 1. επιδιορθώνω τις κάλτσες στην πατούσα τους 2. αλλάζω δρόμο, αλλαξοδρομώ … Dictionary of Greek
ανατομία — Η επιστήμη που μελετά τη μορφή και τη δομή των έμβιων οργανισμών. Υποδιαιρείται σε α. των φυτών, α. των ζώων και α. του ανθρώπου. Η τελευταία διαιρείται και αυτή σε δύο βασικούς κλάδους: την περιγραφική και την τοπογραφική. Η περιγραφική… … Dictionary of Greek
πέλμα — το, ΝΜΑ 1. η κάτω στηρικτική επιφάνεια κάθε ποδιού που εκτείνεται από την πτέρνα ώς τα δάκτυλα, η πατούσα («ηὐδόκουν φελεῑν πέλματα ποδῶν αὐτοῡ πρὸς σωτηρίαν Ἰσραήλ», ΠΔ) 2. το κάτω μέρος τού υποδήματος, η σόλα («τοὺς Λοκροὺς εἰς τὰ πέλματα τῶν… … Dictionary of Greek
πατούνα — η βλ. πατούσα … Dictionary of Greek
πατούχα — η πατούσα … Dictionary of Greek
ταμπάνι — το, Ν 1. το πέλμα τού ποδιού, η πατούσα 2. μεγάλη ξύλινη δοκός πάνω στην οποία στηρίζονται άλλες μικρότερες 3. ξύλινο δάπεδο δωματίου 4. (ναυτ. τεχνολ.) η πλήμνη τροχίλου ή τροχού 5. μτφ. επίπληξη («άσε πρώτα να γυρίσει και θα τού δώσω ένα γερό… … Dictionary of Greek
Κολέτης, Δημήτριος — (18ος αι.). Λόγιος κληρικός από τη Βενετία. Συνεργάστηκε με τον Ι. Πατούσα για τη συγγραφή της Φιλολογικής Εγκυκλοπαίδειας … Dictionary of Greek